Οι άνθρωποι, τουλάχιστον όσοι ανατραφήκαμε μέσα στο δυτικό πολιτισμό, έχουμε μάθει να θεωρούμε την βιολογική υγεία, οριζόμενη ως την ανυπαρξία ιατρικά διαγνωσμένης ασθένειας, ως θεμέλιο λίθο για μια θετικά σηματοδοτημένη εικόνα εαυτού, βασική προϋπόθεση για την αίσθηση ευημερίας και ασφάλειας και σημείο αφετηρίας για την οικοδόμηση κάθε επιδίωξης μας από τη ζωή.
Συνεπώς, όταν μια πιθανή διάγνωση απειλεί να κλονίσει αυτή την τόσο ζωτική αξία, το άτομο βρίσκεται μπροστά σε μια σημαντικότατη απώλεια, την απώλεια του υγιούς εαυτού. Το άτομο λοιπόν, καλείται να πενθήσει για αυτή την απώλεια και να αναπροσαρμόσει την καθημερινότητα του με βάση τα νέα δεδομένα και τους περιορισμούς που προκύπτουν από τη νέα κατάσταση. Ενδέχεται, για παράδειγμα, να χρειαστεί να αλλάξει τους καθημερινούς του ρυθμούς, να αποχαιρετίσει επιβλαβείς συνήθειες και να εγκαινιάσει καινούριες πιο υποστηρικτικές για την υγεία του, ενδέχεται ακόμα να χρειαστεί να αποχωριστεί ανθρώπους που δεν θα καταφέρουν να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση και θα επιλέξουν να αποχωρίσουν από τη σχέση μαζί του.
Με λίγα λόγια, η διάγνωση μιας χρόνιας ή και απειλητικής για τη ζωή ασθενείας επιφέρει μια σειρά από απώλειες , με πρώτη και σημαντικότερη την απώλεια του υγιούς εαυτού και όλων όσων βασίζονται σε αυτόν. Γίνεται λοιπόν εύκολα κατανοητό γιατί κάθε άτομο που βρίσκεται μπροστά σε μια τέτοια διάγνωση διέρχεται συνήθως από στάδια συναισθηματικής προσαρμογής που ομοιάζουν με τα στάδια του προσαρμογής στο πένθος που περιέγραψε η Elisabeth Kübler-Ross (1969) στο βιβλίο της “living with death and dying”. Στη συνέχεια του άρθρου θα περιγραφούν αναλυτικά αυτά τα στάδια, η ψυχική τους λειτουργικότητα, αλλά και η ενδεδειγμένη στάση που είναι καλό να κρατήσουν οι φροντιστές και οι επαγγελματίες υγείας στην προσπάθεια τους να βοηθήσουν ασθενείς που διέρχονται τη διαδικασία της προσαρμογής.

Το στάδιο του φόβου

Μπροστά στην πιθανότητα μιας διάγνωσης που απειλεί να αλλάξει ριζικά και μόνιμα την καθημερινότητα ενός ανθρώπου η συνήθης πρώτη συναισθηματική αντίδραση είναι ο φόβος. Ο φόβος υπάρχει στη συναισθηματική παλέτα του ανθρώπου με αποστολή να τον προστατεύει από άγνωστες και απειλητικές καταστάσεις καθοδηγώντας τον να κρατηθεί μακριά από αυτές. Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα όταν μας πλησιάζει ένα άγνωστο μεγαλόσωμο ζώο καθώς περπατάμε μέσα σε ένα πυκνό δάσος η επίδραση του φόβου είναι σωτήρια. Όμως τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά όταν ο φόβος μας κρατάει μακριά από την αναζήτηση ιατρικής βοήθειας ενώ βιώνουμε οξεία ή και επίμονα συμπτώματα.
Δυστυχώς, ο ανθρώπινος εγκέφαλος δημιουργήθηκε όταν δεν είχε ακόμα εξελiχθεί η ιατρική επιστήμη και δεν έχει μάθει ακόμα να μην κατατάσσει τους ιατρούς στις απειλές, με αποτέλεσμα, πολλοί ασθενείς να παγιδεύονται από το φόβο μιας επικείμενης διαγνώσης και να αμελούν την επίσκεψη σε κάποιον ειδικό ιατρό με πιθανά ολέθριες συνέπειες για τους ίδιους. Ως ειδικοί ή φροντιστές ενός ανθρώπου που αποφεύγει τη διάγνωση είναι λογικό να ανησυχούμε ή και να θυμώνουμε. Δυστυχώς, αυτά τα συναισθήματα συχνά οδηγούν σε συμπεριφορές που δεν υποστηρίζουν το άτομο που πάσχει στην αναζήτηση βοήθειας.
Συνήθως γινόμαστε σκληροί μαζί του και του επισημαίνουμε με έμφαση τους κινδύνους που ενέχει η συμπεριφορά του. Με αυτό τον τρόπο όμως ενισχύουμε το φόβο του. Θα ήταν πιο αποτελεσματικό να καλλιεργήσουμε την συμμαχία και την εμπιστοσύνη μεταξύ μας. Για να γίνει αυτό, χρειάζεται να ενσυναισθανθούμε και να εμπεριέξουμε το φόβο του ατόμου ως μια φυσιολογική αντίδραση μπροστά σε μια όντως απειλητική κατάσταση. Στη συνέχεια, είναι καλό να προσπαθήσουμε να βοηθήσουμε το άτομο να καταλάβει ότι η διάγνωση θα αύξησει τον έλεγχο του πάνω σε αυτό που του συμβαίνει και θα του προσφέρει δυνατότητες ενεργητικής και αποτελεσματικής αντιμετώπισης της κατάστασης, της οποίες στερείται όσο αποφεύγει τη διάγνωση.
Το αίσθημα του ελέγχου μιας κατάστασης όπως και το αίσθημα της αυτοαποτελεσματικότητας απέναντι σε ότι μας συμβαίνει κατευνάζουν το φόβο. Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται να βοηθήσουμε το άτομο να δει τον εαυτό του ως ενεργητικό υποκείμενο της θεραπείας του, εξηγώντας ότι μπορεί να αξιοποιήσει την επιστήμη για να αντιμετωπίσει την δύσκολη κατάσταση. Αυτό μπορούμε να το διατυπώσουμε με φράσεις όπως: «Είναι σημαντικό να βρεις την κατάλληλη θεραπεία», «Σίγουρα υπάρχει κάτι που μπορείς να κάνεις για αυτό, ίσως πρέπει να ρωτήσεις κάποιον ειδικό για να σε καθοδηγήσει». Πέρα από αυτό είναι σημαντικό το άτομο να γνωρίζει ότι θα είμαστε σύμμαχοί του στις δυσκολίες που πιθανώς θα κληθεί να αντιμετωπίσει μετά από μια διάγνωση. Όταν νιώθουμε ότι έχουμε συμμάχους, ο φόβος περιορίζεται άμεσα. Είναι ανακουφιστικό λοιπόν να πούμε: «Μη διστάσεις να μου ζητήσεις ότι χρειαστείς», «Θα το αντιμετωπίσουμε μαζί», «Υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω για να σε βοηθήσω;», «Μπορείς να μου τηλεφωνήσεις όποτε θέλεις», «Αν θέλεις μπορώ να σε συνοδεύσω σε αυτό το ιατρικό ραντεβού». Αυτά βέβαια μόνο εφόσον πράγματι θέλουμε και μπορούμε να προσφέρουμε τέτοιου είδους υποστήριξη.

Το στάδιο της άρνησης

Το δεύτερο και, ίσως το πιο δύσκολο, στην διαχείριση του στάδιο είναι η άρνηση. Πολύ συχνά η πρώτη αντίδραση των ασθενών μόλις λαμβάνουν μια δυσάρεστη διάγνωση είναι να αρνούνται την ορθότητα της. Σε αυτή τη φάση, συχνά επιλέγουν να επαναλαμβάνουν πολλές φορές τις εξετάσεις με την ελπίδα να ακυρώσουν τα αποτελέσματα. Ένας άλλος τρόπος να εκφραστεί η άρνηση είναι η μη τήρηση των ιατρικών οδηγιών καθώς, η τήρηση τους υπενθυμίζει στον ασθενή την ασθένεια. Οι περισσότεροι από μας μπορούμε να ανακαλέσουμε στην μνήμη μας την περίπτωση κάποιου ασθενούς που διατεινόταν: «Μα αφού είμαι καλά, γιατί να πάρω φάρμακα» ή και την περίπτωση κάποιου ανθρώπου ο οποίος ενώ έχει υποστεί μόνιμη βλάβη περιμένει ανυπόμονα την αποκατάσταση της υγείας του και σχεδιάζει με βάσει αυτή την προοπτική. Παραδείγματος χάρη κάποιος που υποστεί μόνιμη κινητική αναπηρία περιμένει να σηκωθεί από το αμαξίδιο για να βγει από το σπίτι.
Ο μηχανισμός της άρνησης μπορεί, δυστυχώς, να υπονομεύσει πολύ σοβαρά την ευζωία των ανθρώπων. Οφείλουμε όμως να αναγνωρίσουμε ότι επιλέγεται για να υπηρετήσει σημαντικές ψυχικές ανάγκες όπως η προστασία από πολύ δυσβάστακτα συναισθήματα. Γι’ αυτό το λόγο χρειάζεται να είμαστε υπερβολικά προσεκτικοί όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με την άρνηση. Το πρώτο μας μέλημα θα πρέπει να είναι να μην απειληθεί η σχέση που μας συνδέει με τον ασθενή διότι έτσι θα χάσουμε κάθε δυνατότητα παρέμβασης. Γι΄ αυτό το σκοπό, χρειάζεται να έχουμε πολύ καλή επίγνωση κι έλεγχο πάνω στα δικά μας συναισθήματα και να αποφύγουμε να αμφισβητήσουμε ευθέως την άρνηση του ασθενούς λέγοντας φράσεις όπως: «Μα πότε θα καταλάβεις επιτέλους!» Αντί για αυτό, μπορούμε να δοκιμάσουμε έμμεσους τρόπους αντιμετώπισης. Αν για παράδειγμα κάποιος ασθενής επαναλαμβάνει συνεχώς εξετάσεις προσπαθώντας να τις ακυρώσει, μπορούμε να επιδιώξουμε να συμφωνήσει ότι αν και οι τελευταίες εξετάσεις έχουν το ίδιο αποτέλεσμα θα δοκιμάσει να ξεκινήσει θεραπεία κι αν η θεραπεία δεν αποδώσει το αναμενόμενο θα προβεί σε νέες εξετάσεις.
Αν ένας ασθενής δεν παίρνει τα φάρμακα του επειδή αισθάνεται καλά, χρειάζεται να τον πείσουμε να συνεχίσει την θεραπεία, χωρίς να αμφισβητήσουμε αυτό που νιώθει. Οπότε μπορούμε να πούμε: «Χαίρομαι πολύ που νιώθεις καλύτερα, θα ήθελα όμως να συνεχίσεις να παίρνεις τα φάρμακά σου μέχρι την επόμενη συνάντηση με τον γιατρό σου» Στην περίπτωση που ένας ασθενής προσδοκά μάταια την αποκατάσταση του είναι καλό να τον προσανατολίσουμε να θέσει μικρούς στόχους που έχουν νόημα στο παρόν του. Στο παράδειγμα που αναφέρθηκε προηγουμένως μπορούμε να πούμε: «Γιατί όμως να χάσεις την ευκαιρία να απολαύσεις σήμερα έναν καφέ με τους φίλους σου, αφού μπορείς να βγεις με το αμαξίδιο σου». Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ο στόχος είναι σταδιακά να δημιουργήσει ο ασθενής θετικές εμπειρίες ζωής στη νέα κατάσταση που περιλαμβάνει και την ασθένεια. Με αυτό τον τρόπο θα ενισχυθεί το αίσθημα αυτοαποτελεσματικότητας του και ο μηχανισμός της άρνησης θα καταστεί σιγά-σιγά περιττός. Υπάρχουν όμως και ορισμένες περιπτώσεις που ο μηχανισμός της άρνησης είναι τόσο άκαμπτος, ώστε το άτομο δεν είναι δεκτικό σε καμία προσπάθεια παρεμβάσης. Σε αυτές τις περιπτώσεις δυστυχώς, δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά περισσότερα από υπομονή, όσο επικίνδυνο κι αν φαίνεται αυτό, κύριο μέλημα μας θα πρέπει να είναι η διατήρηση μιας σχέσης εμπιστοσύνης με το άτομο που θα μας επιτρέψει να είμαστε δίπλα του, όταν εκείνο θα είναι έτοιμο να αντιμετωπίσει την αλήθεια.

Το στάδιο του θυμού

Ένα άλλο στάδιο είναι ο θυμός. Όταν απρόσμενα βρισκόμαστε μπροστά σε δυσάρεστες καταστάσεις έχουμε την τάση να αναζητούμε σχέσεις αιτίου-αιτιατού, άλλοτε βασιζόμενοι στη λογική, άλλοτε όχι. Με αυτό τον τρόπο αισθανόμαστε ότι έχουμε πάλι τον έλεγχο της κατάστασης και έτσι ανακτούμε το χαμένο αίσθημα ασφάλειας που έχουμε ανάγκη. Αναζητώντας λοιπόν προβλέψιμα και ελέγξιμα αίτια πίσω από μια δυσάρεστη διάγνωση οι ασθενείς και οι οικείοι τους πολλές φορές «κατασκευάζουν» ενόχους και ιστορίες που αποδεικνύουν την ενοχή τους και στρέφονται εναντίον τους με θυμό.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι υποτιθέμενοι ένοχοι είναι επαγγελματίες υγείας που χρεώνονται λάθη και αμέλειες. Σε άλλες περιπτώσεις, οι ένοχοι είναι άλλα πρόσωπα από το περιβάλλον του ασθενούς που υποτίθεται πως με τις επιλογές και τις συμπεριφορές τους οδήγησαν στην εκδήλωση της ασθένειας. Ενώ, κάποιες φορές η ευθύνη μπορεί να αποδοθεί σε μεταφυσικά αίτια. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι σκόπιμο να μπει κάποιος σε ευθεία αντιπαράθεση με το θυμό του ασθενούς ή των οικιών του, ούτε να δοκιμάσει να τους υποδείξει μια πιο ρεαλιστική αλλά, μάλλον, εντελώς άβολη ερμηνεία της κατάστασης. Θα είναι πολύ πιο χρήσιμο να τους επιτρέψουμε να εκφράσουν το θυμό τους χωρίς να παίρνουμε θέση άμυνας ή συμμαχίας και στη συνέχεια με διακριτικό τρόπο να εστιάσουμε την προσοχή μας στο παρόν και στην αντιμετώπιση της κατάστασης, αντί στην αναζήτηση της αιτίας που την προκάλεσε στο παρελθόν.
Σε αυτή τη φάση υπάρχει και η πιθανότητα ο θυμός να ενδοβληθεί και να πάρει την μορφή αυτομομφής και ενοχής καθώς το άτομο πιστεύει ότι ευθύνεται το ίδιο για την ασθένεια του. Μια τέτοια ερμηνεία ενδέχεται να κινητοποιήσει το άτομο να αναλάβει δράση για την φροντίδα της υγείας του, π.χ. να διακόψει το κάπνισμα. Μπορεί όμως να οδηγήσει και σε παραίτηση ή και αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές. Σε αυτές τις συνθήκες θα χρειαστεί να προσέξουμε να μην ενισχύσουμε άθελα μας τις ενοχές του ατόμου, ακόμα κι αν έχουν λογικά ερείσματα, αλλά να τις αφουγκραστούμε προσπαθώντας να βοηθήσουμε το άτομο να επιδείξει αυτοσυμπόνια και αυτοφροντίδα από εδώ και στο εξής.

Το στάδιο της αμφιθυμίας/διαπραγμάτευσης

Όταν ο ασθενής καταφέρει να εστιάσει στο παρόν του αρχίζει να διαπραγματεύεται τρόπους προσαρμογής στη νέα κατάσταση. Σε αυτή τη φάση άλλοτε προσανατολίζεται στωϊκά στο παρόν και άλλοτε αναπολεί νοσταλγικά το παρελθόν, ενώ ταυτόχρονα ταλαντεύεται ανάμεσα σε δίπολα όπως αισιοδοξία- απαισιοδοξία, δράση- αδράνεια, αποφασιστικότητα- αναποφασιστικότητα, εσωστρέφεια- εξωστρέφεια, αυτονομία- εξαιρετικότητα, εμπιστοσύνη- δυσπιστία. Αν θέλουμε να τον υποστηρίξουμε χρειάζεται να αντέξουμε να τον ακολουθήσουμε σε αυτές τις ταλαντώσεις, χωρίς να βιαστούμε να τον καθησυχάσουμε σπρώχνοντας τον βίαια προς έναν από τους δύο πόλους.Είναι δική του αποστολή να βρει μια λειτουργική για εκείνον ισορροπία. Η δική μας φροντίδα εκφράζεται με το να αντέχουμε να είμαστε συνοδοιπόροι του και να εμπιστευόμαστε την ικανότητα του να ανταπεξέλθει.

Το στάδιο της κατάθλιψης

Καθώς ο ασθενής αναγνωρίζει ότι η κατάσταση του έχει αλλάξει ριζικά και ανεπιστρεπτί καλείται να αναγνωρίσει νέους ανεπιθύμητους περιορισμούς και να αποδεχτεί ότι ο μέχρι πρότινος λειτουργικός τρόπος σηματοδότησης της ζωής του, ίσως έχει πάψει πια να είναι λειτουργικός. Εμφανίζεται λοιπόν η ανάγκη να πενθήσει για όλα όσα έχασε. Η ανάγκη αυτή μπορεί να εκφραστεί με μια φάση έντονης εσωστρέφειας και περιορισμένης δύναμης για ζωή δράση και αυτοφροντίδα. Αυτό δηλαδή που στην επιστημονική γλώσσα συνήθως αποκαλούμε κατάθλιψη. Σε μια πρώτη φάση είναι απαραίτητο να σεβαστούμε την ανάγκη του ανθρώπου να πενθήσει για ότι έχασε, χωρίς να τον πιέζουμε να εξέλθει από την θλίψη του. Ωστόσο αν η κατάσταση χρονίζει ή και γίνεται σοβαρά απειλητική για τον ίδιο τον άνθρωπο ή και τους γύρω του, τότε χρειάζεται να προτρέψουμε το άτομο να ζητήσει την βοήθεια ειδικών της ψυχικής υγείας και, εφόσον, κριθεί σκόπιμο να καταφύγει στην χρήση κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής που θα το βοηθήσει να ξαναβρεί τη λειτουργικότητα του.

Το στάδιο της αποδοχής

Αφού το άτομο πενθήσει όλα όσα έχασε και βρει της δικές του καινούριες ισορροπίες είναι πλέον σε θέση να δημιουργήσει νέο νόημα για τη ζωή του που θα περιλαμβάνει και την ασθένεια. Έτσι, μπορεί πλέον να νιώθει ότι έχει και πάλι τον έλεγχο της ζωής του και μπορεί να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τη νέα κατάσταση. Τότε μπορεί πια να συνεργάζεται συνετά και αποτελεσματικά με τους θεράποντές του και να ορίσει, πλέον, την ασθένεια ως ένα κομμάτι της καθημερινότητας του που υπάρχει και διαπλέκεται με πολλά άλλα χωρίς να τα απειλεί ή να τα καταστρέφει. Επίσης, είναι πλέον σε θέση να κάνει και θετικές αφηγήσεις σχετικά με την ασθένεια, ενώ μπορεί να οραματίζεται το μέλλον του και να προσπαθεί για ότι επιθυμεί. Όλα τα παραπάνω θεωρούνται ενδείξεις ότι το άτομο κατέκτησε το στάδιο της αποδοχής.
Ωστόσο, δυστυχώς, τα παραπάνω στάδια δεν βιώνονται πάντα με γραμμικό και προβλέψιμο τρόπο και κάθε ασθενής μπορεί ανά πάσα στιγμή να μεταπηδήσει από οποιοδήποτε στάδιο σε οποιοδήποτε άλλο με αφορμή ακόμα και φαινομενικά άσχετους εξωτερικούς παράγοντες σε αλληλεπίδραση με ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά. Παρ’όλα αυτά, το να είμαστε εξοικειωμένοι με τα στάδια, με οδηγό τον αδρό τρόπο που περιγράφηκαν πιο πάνω μας βοηθάει να αναγνωρίσουμε σε πιο στάδιο βρίσκεται κάθε φορά ο ασθενής και να προσαρμόσουμε ανάλογα την στάση μας. Ταυτόχρονα, είναι καλό να ξέρουμε ότι η δέσμευση του ατόμου και των συγγενών του σε μια ψυχοθεραπευτική διαδικασία μπορεί να αποδειχθεί καταλυτικής σημασίας από όποιο στάδιο και αν διέρχεται το άτομο καθώς ο θεραπευτής θα το βοηθήσει να αναγνωρίσει τις προκλήσεις του κάθε σταδίου και να τις μετατρέψει σε ευκαιρίες για την βελτίωση της ζωής του.

Βιβλιογραφία
Kübler-Ross E. (1969). Living with death and dying. London: Simon and Schuster

Το άρθρο αναδημοσιεύεται από το ehn.gr – 11 Ιουλίου 2018