Ακούγοντας τη μέρα του δεκαπενταύγουστου πολλούς ανθρώπους γύρω μου να εύχονται το τόσο συνηθισμένο «υγεία να’ χουμε», συλλογιζόμουν πόσο ισχυρός είναι ακόμα αυτός ο γερασμένος γίγαντας που λέγεται βιοϊατρικό μοντέλο για την περιγραφή του φαινομένου της υγείας και της αρρώστιας. Πρόκειται για ένα πραγματικά υποδομημένο εδώ και πολύ καιρό από την επιστημονική έρευνα επιστημολογικό μοντέλο, που όμως στην πράξη φαίνεται πως διατηρεί ακέραιη τη δύναμη της επιρροής του, τόσο στην λεγόμενη «κοινωνική συνείδηση» όσο και στην καθιερωμένη ιατρική πρακτική.

Βασικές παραδοχές του βιοϊατρικού μοντέλου

Οι πυλώνες του εν λόγω μοντέλου είναι οι ακόλουθοι:

1. Η υγεία και η αρρώστια είναι δύο στατικές καταστάσεις που ορίζονται η μία σε αντιδιαστολή προς την άλλη. Δηλαδή υγεία είναι η απουσία αρρώστιας και είναι ένα μέγιστο αγαθό που κάθε άνθρωπος ή το έχει ή το στερείται και οφείλει να το αποκτήσει. Εξ’ ου και η ευχή, υγεία να έχουμε.

2. Η ασθένεια (απώλεια της υγείας) προκαλείται από κάποια δυσλειτουργία του σώματος εξαιτίας της εισβολής κάποιου παθογόνου οργανισμού ή μιας γενετικής ανωμαλίας, πάντως σε κάθε περίπτωση εξαιτίας ενός συγκεκριμένου γεγονότος που συνέβη κάποια δεδομένη στιγμή και διατάραξε την ομαλή λειτουργιά του σώματος, όπως μια ζημιά διαταράσσει τη λειτουργία μιας μηχανής. Επίσης, κάθε ασθένεια ορίζεται και περιγράφεται με ένα συγκεκριμένο αντικειμενικό τρόπο σύμφωνα με την δυσλειτουργία που παρατηρεί ο γιατρός στο σώμα του ασθενούς.

3. Οι γιατροί με εργαλείο της επιστημονικές τους γνώσεις είναι οι μόνοι που έχουν την εξουσία να κατατάξουν τον κάθε άνθρωπο στην πλευρά των υγειών ή των ασθενών, αλλά και να επαναφέρουν όσους είχαν την ατυχία να βρεθούν ασθενείς στην κατάσταση της υγείας, παρεμβαίνοντας με τρόπους που μόνο εκείνοι γνωρίζουν στο σώμα των ασθενών.

4. Όλοι οι άνθρωποι που λαμβάνουν την ίδια διάγνωση έχουν κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ τους τα οποία τους διαφοροποιούν από τους άλλους ανθρώπους και τους ομαδοποιούν μεταξύ τους. Συνεπώς όλοι αυτοί οι άνθρωποι χρειάζεται να ακολουθήσουν ένα κοινό θεραπευτικό πρωτόκολλο για να μοιάσουν ξανά, όσο περισσότερο γίνεται στους υγιείς.

5. Οι ασθενείς οφείλουν να ακολουθούν με τυφλή πίστη τις οδηγίες των γιατρών, που ως γνώστες αποκτούν απόλυτη εξουσία να λαμβάνουν αποφάσεις για τους ασθενείς. Στόχος της πειθαρχημένης υπακοής είναι η αποκατάσταση της υγειάς το συντομότερο δυνατόν και με κάθε θυσία. Εδώ και περισσότερο από μισό αιώνα o Engel (1977) με ένα πλήθος μελετών έχει θεμελιώσει μια περισσότερο από ενδιαφέρουσα επιστημολογική αντιπρόταση εμπνευσμένη από την φαινομενολογία και την συστημική σκέψη. Αναφερόμαστε στο βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο κατανόησης της υγείας και της ασθένειας του οποίου η αξιοπιστία και η εγκυρότητα έχουν προ πολλού αναγνωριστεί από τον παγκόσμιο οργανισμό υγείας.

Βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο για την υγεία: Μια δυνατή αντιπρόταση!

Εδώ και περισσότερο από μισό αιώνα o Engel (1977) με ένα πλήθος μελετών έχει θεμελιώσει μια περισσότερο από ενδιαφέρουσα επιστημολογική αντιπρόταση εμπνευσμένη από την φαινομενολογία και την συστημική σκέψη. Αναφερόμαστε στο βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο κατανόησης της υγείας και της ασθένειας του οποίου η αξιοπιστία και η εγκυρότητα έχουν προ πολλού αναγνωριστεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.

Τα βασικά αξιώματα του βιοψυχοκοινωνικού μοντέλου είναι τα ακόλουθα:

1. Η υγεία και η ασθένεια δεν είναι αντιτιθέμενες καταστάσεις, αλλά τα δύο άκρα ενός συνεχούς πάνω στο οποίο κινούμαστε όλοι ανά πάσα στιγμή. Δηλαδή όλοι μας είμαστε υγιείς, αλλά μπορούμε να γίνουμε υγιέστεροι.

2. Μπορούμε και οφείλουμε να φροντίζουμε για την υγειά μας συνεχώς και ποικιλοτρόπως, καθώς η υγεία ορίζεται πια ως η κατάσταση πλήρους σωματικής, ψυχικής, κοινωνικής, οικονομικής και οικολογικής ευεξίας και γίνεται περισσότερο ένας στόχος προς επίτευξη, παρά μια κατάσταση προς απόλαυση.

3. Οι επαγγελματίες που έχουν δικαίωμα λόγου στο χώρο της υγείας δεν είναι πλέον μόνο οι γιατροί αλλά και πολλοί ακόμα επιστήμονες όπως ψυχολόγοι, ψυχοθεραπευτές, κοινωνιολόγοι, ακόμα και οικονομολόγοι και περιβαλλοντολόγοι. Όμως κανείς από αυτούς δεν έχει κάποια μορφή εξουσίας πάνω στο πρόσωπο που ζητά την αρωγή του. Όλοι είναι διαθέσιμοι συνεργάτες επιφορτισμένοι με το χρέος να προσφέρουν τις γνώσεις και τις υπηρεσίες τους καθιστώντας τον άνθρωπο που τους απιθώνεται ικανό να αποφασίσει σωστά για τον εαυτό του.

4. Η ασθένεια δεν μπορεί να κατανοηθεί μόνο ως αποτέλεσμα ενός σαφώς προσδιορισμένου παράγοντα, καθώς ένα πλήθος συνιστώσες, στις όποιες συμπεριλαμβάνονται η ψυχική διάθεση του ατόμου, το κοινωνικού του δίκτυο, η διατροφή του, ο τόπος διαμονής του και πολλά άλλα, διαφοροποιούν τις πιθανότητες εμφάνισης αλλά και τον τρόπο εξέλιξης μιας ασθένειας. Αυτό γίνεται καλύτερα κατανοητό αν σκεφτούμε ότι κάθε χειμωνιάτικη ημέρα όλοι μας εκτιθέμεθα σε στελέχη του ιού της γρίπης, όμως δεν νοσούμε όλοι και αν νοσήσουμε δεν νοσούμε με τον ίδιο τρόπο. Το τι θα συμβεί εξαρτάται μεταξύ άλλων από την κούραση και τη διατροφή μας, ίσως και από το αν έχουμε μόλις χωρίσει!

5. Αυτό που έχει περισσότερο σημασία δεν είναι η αντικειμενική περιγραφή μιας ασθένειας, αλλά η κατανόηση του μοναδικού τρόπου που αυτή βιώνεται από τον ασθενή. Πώς επηρεάζει την καθημερινότητα του; τι αλλαγές τον κινητοποιεί να κάνει; Τι συναισθήματα και τι σκέψεις του προκαλεί;

6. Ο ασθενής μπορεί και οφείλει να εκφράζει τις απορίες και τις ανησυχίες του και να συναποφασίζει με τους ειδικούς για τους στόχους και την πορεία της εκάστοτε θεραπείας, αφού έχει επικοινωνηθεί μεταξύ τους πώς ο ασθενής βιώνει την ασθένεια του.

Η Διαφορά στην πράξη

Για να καταλάβουμε καλύτερα τη διαφορά ανάμεσα στα δύο μοντέλα, ας κάνουμε μια υπόθεση. Υποθέτουμε λοιπόν ότι ο Α και ο Β έχουν διαγνωστεί με την ίδια μορφή νεοπλασίας. Ο Α αφού έχει ακολουθήσει τις οδηγίες των ιατρών θεωρείται ότι έχει ιαθεί πλήρως από τη νόσο. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας όμως έχασε την δουλεία του, χώρισε από την σύντροφό του και ψυχράθηκε με ανθρώπους που ήταν στενοί του φίλοι. Σήμερα έχει ελάχιστα ενδιαφέροντα, κοιμάται πολύ και σπάνια βγαίνει από το σπίτι. Από την άλλη μεριά ο Β. χρειάζεται να κάνει ακόμα έναν κύκλο χημειοθεραπείας, όμως η διάθεση του είναι εξαιρετικά καλή, έχει πάντα δίπλα του τη σύντροφο του και τα δύο του παιδιά, επικοινωνεί συχνά με τους φίλους του και αστειεύεται μαζί τους, μάλιστα μπορεί να πει κανείς ότι μετά τη διάγνωση έχει έρθει πολύ κοντά με δύο φίλους του. Επιπλέον με αφορμή την διάγνωση του έκοψε το κάπνισμα και την υπερβολική κατανάλωση ζάχαρης και ξεκίνησε πάλι να γράφει το μυθιστόρημα που για χρόνια είχε αφήσει ημιτελές. Από την οπτική του βιοϊατρικού μοντέλου ο Α. είναι υγιής ενώ ο Β. είναι ασθενής. Σύμφωνα όμως με το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο ο Β. κινείται προς την μεριά της υγειάς, ενώ ο Α., παρά την επιτυχή αντιμετώπιση της σωματικής δυσλειτουργίας πορεύεται προς συνεχώς επιδεινούμενη ασθένεια.

Τα οφέλη από την εφαρμογή του βιοψυχοκοινωνικού μοντέλου:

1. Οι θεραπείες φέρνουν συντομότερα και καλύτερα αποτελέσματα. Έχει αποδειχθεί από πλήθος ερευνών ότι θεραπευτικά πρωτόκολλα που σχεδιάστηκαν με οδηγό το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο επέφεραν ποιο ουσιαστικές θετικές αλλαγές στη ζωή των ασθενών. Μάλιστα, οι αλλαγές αυτές συνέβησαν σε συντομότερο χρονικό διάστημα και άντεξαν περισσότερο στο χρόνο από ότι θα είχε συμβεί ακολουθώντας την πεπατημένη. Δεν αναφερόμαστε εδώ σε αφηρημένες αλλαγές αλλά στον χρόνο καταπολέμησης λοιμώξεων ή επούλωσης τραυμάτων, στην διατήρηση των επιθυμητών βιοχημικών δεικτών ή ακόμα και στην αποτελεσματική αντιμετώπιση νεοπλασιών.

2. Οι ασθενείς ακολουθούν περισσότερο πιστά τα βιοψυχοκοινωνικά πρωτόκολλα θεραπείας. Ακριβώς επειδή δεν έχουν σχεδιαστεί ερήμην τους και έχουν τιμήσει τις δικές τους ανάγκες και προτεραιότητες, οι ασθενείς είναι περισσότερο πρόθυμοι να τηρήσουν τα πρωτόκολλα θεραπείας που σχεδιάστηκαν με βάσει το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο, χωρίς να δυσφορούν.

3. Οι ασθενείς βιώνουν τις βιοψυχοκοινωνικές θεραπείες ως λιγότερο επώδυνες και με λιγότερες παρενέργειες ακριβώς επειδή είναι καλύτερα προετοιμασμένοι για αυτές.

4. Οι σχέσεις μεταξύ επαγγελματιών υγείας και ληπτών υπηρεσιών υγείας βελτιώνονται με αποτέλεσμα η συνεργασία μεταξύ τους να είναι λιγότερο στρεσογόνα και περισσότερο ευχάριστη και αποτελεσματική.

5. Οι γνώσεις πολλών επιστημονικών κλάδων μπαίνουν στην υπηρεσία ενός κοινού σκοπού. Συνεπώς, υπάρχει καταμερισμός τις ευθύνης σύμφωνα με της δυνατότητες κάθε επαγγελματία και το βέλτιστο αποτέλεσμα για το λήπτη. Για παράδειγμα, γιατί να καλείται ο γιατρός να διαχειριστεί το σοκ ενός ανθρώπου από τη διάγνωση μιας νεοπλασίας , όταν ένας ψυχολόγος υγείας μπορεί να το κάνει καλύτερα;

6. Οι ασθενείς γλυτώνουν την αντικειμενοποίηση και γίνονται σεβαστοί ως μοναδικά πρόσωπα που αξίζουν ιδιαίτερη φροντίδα.

7. Ο λήπτης υπηρεσίας νιώθει ότι μπορεί να επηρεάσει τη ζωή του κι αναλαμβάνει την ευθύνη να δράσει για τη φροντίδα του εαυτού του.

8. Αφυπνίζεται η κοινότητα. Ακολουθώντας το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο αντιλαμβανόμαστε ότι η ευθύνη για την θωράκιση και βελτίωση της υγείας της δικής μας και τον γύρω μας, αφορά όλους μας ως πολίτες. Για παράδειγμα, το πόσο καθαρό διατηρώ το περιβάλλον που ζω, το πόσο χρησιμοποιώ το κινητό μου ή και το πώς εκφράζω τα συναισθήματα και τις ανάγκες μου, γνωρίζω πλέον ότι μπορεί να επηρεάσει την υγεία πολλών συνανθρώπων μου και βεβαίως τη δική μου.

9. Κινητοποιούμαστε για συνεχή βελτίωση. Το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο μας ανοίγει μια δυνατότητα συνεχούς αυτοβελτίωσης της κατάστασης στην οποία βρισκόμαστε. Ενώ, ταυτόχρονα, αποστιγματίζει την ασθένεια αναδεικνύοντας ότι όλοι έχουμε μερίδιο στην ατέλεια. Παρά τα εμφανή πλεονεκτήματα του βιοψυχοκοινωνικού μοντέλου, η εφαρμοσμένη ιατρική εδώ και δεκαετίες εμμένει πεισματικά στο βιοιατρικό μοντέλο. Είναι εύλογο να αναρωτηθούμε γιατί συμβαίνει αυτό.

Η απάντηση μάλλον κρύβεται στο ότι το νέο μοντέλο θέτει προκλήσεις που προτιμάμε να αποφύγουμε.

1. Απαιτεί περισσότερο χρόνο. Η αντιμετώπιση ενός περιστατικού με βάση το βιοϊατρικό μοντέλο είναι πολύ πιο σύντομη χρονικά. Αυτό είναι απαραίτητο όταν πρόκειται για επείγοντα περιστατικά. Ωστόσο, μετά την αντιμετώπιση της πρώτης κρίσης, θα μπορούσε να αλλάξει ο προσανατολισμός της φροντίδας, όμως αυτό σπάνια συμβαίνει επειδή σε ένα σύστημα υγείας που ασφυκτιά όλα πρέπει να τελειώνουν γρήγορα.

2. Βραχυπρόθεσμα είναι περισσότερο κοστοβόρο καθώς, προϋποθέτει την εργασία περισσότερων επαγγελματιών. Μακροπρόθεσμα βέβαια, η δαπάνη μπορεί να ισοσταθμιστεί από την μείωση των αναγκών του πληθυσμού για υπηρεσίες υγείας. Αλλά, μάλλον, δεν μας αρέσουν τα μακροπρόθεσμα σχέδια. Για να γίνει καλύτερα κατανοητό το σημείο θα δώσω ένα παράδειγμα. Φανταστείτε ότι το σύστημα υγείας μας παρείχε σε κάθε πολίτη που αποκτούσε κινητική αναπηρία, ένα επιτελείο ειδικών που θα σχεδίαζαν το χώρο διαβίωσης του έτσι ώστε να μεγιστοποιείται η αυτονομία του. Βραχυπρόθεσμα αυτό θα επιβάρυνε το σύστημα με το κόστος των τροποποιήσεων. Όμως, μακροπρόθεσμα, ο πολίτης αυτός θα χρειαζόταν λιγότερη ψυχολογική υποστήριξη και θα είχε λιγότερες πιθανότητες να υποστεί ατύχημα και άρα να επιβαρύνει το σύστημα με το κόστος της αποθεραπείας του.

3. Απαιτεί ολιστική κατανόηση του ανθρώπου, ενώ όλοι μας έχουμε εκπαιδευτεί να βλέπουμε τον άνθρωπο και τον κόσμο σαν ένα πάζλ δομημένο από κομμάτια. Ποια σχέση έχει η Αντιγόνη με τη Χημεία ή τη Βιολογία; Κι όμως σίγουρα η Χημεία και η Βιολογία έχουν κάτι να μας διδάξουν για πώς ο Πολυνίκης έφερε αρρώστιες στην πόλη που τον άφησε άταφο, αλλά δεν μας το είπαν ποτέ!

4. Απαιτεί ομαδοσυνεργατική δεξιότητα στην οποία επίσης δεν εκπαιδευτήκαμε ποτέ. Οι περισσότεροι από εμάς αντίθετα, προσπαθούμε να διαφύγουμε των ανασφαλειών μας περιχαρακώνοντας το πεδίο των αρμοδιοτήτων μας.

5. Μας φέρνει μπροστά σε ευθύνες που δεν θέλουμε να πάρουμε. Είναι πιο εύκολο να αναθέσουμε στους «ειδικούς» την ευθύνη για την φροντίδα της υγείας μας, παρά να την αναλάβουμε οι ίδιοι. Ο ρόλος του πειθήνιου ασθενούς είναι έμπονος, όμως είναι γνώριμος και βολικός. Από τη στιγμή που κάποιος αποφασίζει να φροντίσει και ο ίδιος για την υγεία του θα χρειαστεί να ενημερωθεί και να δράσει για αυτό το σκοπό. Οι άνθρωποι συνήθως δεν θέλουμε να δράσουμε για την φροντίδα του εαυτού μας αν υπάρχει κι άλλος τρόπος.

6. Αναδεικνύει την ευθύνη της κοινότητας. Όπως είπαμε και παραπάνω το νέο μοντέλο μας θυμίζει ότι έχουμε συλλογική ευθύνη για την υγεία τον συμπολιτών μας. Η σκέψη αυτή δεν είναι πάντα ευχάριστη.

7. Αμφισβητεί την ιατρική εξουσία. Όσοι σπουδάζουν ιατρική κάνουν μια τεράστια επένδυση σε χρόνο, χρήμα, κόπο και ζωτική ενέργεια και λαμβάνουν ως αντάλλαγμα ένα πολύ υψηλό κοινωνικό στάτους και εξουσία ζωής και θανάτου επί των ασθενών τους. Πόσο εύκολο είναι για εκείνους λοιπόν, να βάλουν αυτή την επένδυση σε νέο πλαίσιο και να αναγνωρίσουν τα όρια των δυνατοτήτων τους, δουλεύοντας σε ομάδα με ανθρώπους που ίσως πράγματι επένδυσαν λιγότερο χρόνο σε σπουδές; Ακόμα περισσότερο, πόσο εύκολο είναι γι’ αυτούς να συνεργαστούν σε ισότιμη βάση με ασθενείς που αναμφίβολα δεν διαθέτουν ιατρικές γνώσεις;

8. Εγείρει το αίτημα για συνεχή αυτοβελτίωση. Το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο δεν μας επιτρέπει να επαναπαυθούμε στην βολική θέση του υγιούς. Αντίθετα μας φέρνει αντιμέτωπους με ένα πρόσταγμα συνεχούς αυτοβελτίωσης που απαιτεί να σχεδιάσουμε ο καθένας τη δική του πορεία προς έναν πιο υγιή εαυτό. Η πορεία αυτή δεν χρειάζεται απαραίτητα να περνάει μέσα από αμειβόμενες υπηρεσίες υγείας. Σίγουρα όμως χτίζεται με ελεύθερες και υπεύθυνες επιλογές που συνυφαίνουν ένα προσωπικό νόημα. Δύσκολος ο στόχος, σίγουρα όμως αξίζει τον κόπο!

Βιβλιογραφία: Engel, G. L. (1977). The need for a new medical model: a challenge for biomedicine. Science, 196(4286), 129-136.

Το άρθρο αναδημοσιεύεται από το ehn.gr – 24 Αυγούστου 2018